- κατάψευσμα
- κατάψευσμα, τὸ (Α) [καταψευδομαι]1. ψευδής κατηγορία2. επινόημα, ψέμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κατάψευσμα — false accusation neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταψεύσμασιν — κατάψευσμα false accusation neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)